- δημεύσεων
- δημεύσεω̆ν , δήμευσιςconfiscation of propertyfem gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
περιουσία — Στο ιδιωτικό δίκαιο ο όρος έχει σημασία διαφορετική από εκείνη που αποδίδεται συνήθως σ’ αυτόν: δηλώνει το σύνολο των υποκειμένων σε οικονομική αξιολόγηση σχέσεων, που αναφέρονται σε ένα υποκείμενο της νομικής τάξης. Με την έννοια αυτή, κάθε… … Dictionary of Greek
σύνδικος — ο, η, ΝΑ, και αττ. τ. ξύνδικος και βοιωτ. τ. σούνδικος Α στον πληθ. οἱ σύνδικοι α) (στην Αθήνα μετά την κατάλυση τής αρχής τών τριάκοντα τυράννων) αξίωμα τού οποίου οι φορείς εκδίκαζαν τις υποθέσεις τών δημεύσεων τών περιουσιών αυτών που… … Dictionary of Greek